Ένα χρόνο πριν σαν σήμερα,
τα Φώτα ήταν και πάλι το θυμάμαι, μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου, με τον ορό στο χέρι πηγαίναμε βόλτες πάνω κάτω και λέγαμε ανοησίες, αυτές τις ανώδυνες ανοησίες που λένε συνοδοί στους αρρώστους αλλά και οι άρρωστοι στους συνοδούς έτσι για να μην αγγίξει κανείς το πραγματικό πρόβλημα.
Αυτήν την πουτάνα την αρρώστια που τρώει τα σωθικά και αφήνει το κορμί ερείπιο και οδηγεί στον θάνατο, έναν θάνατο άδικο και σκληρό.
Αυτήν την καταραμένη αρρώστια που οι γονείς μας αρνούνταν να πουνε το όνομά της και λέγανε είχε από "εκείνη" την αρρώστια.. ή λέγανε είχε την "κακιά" αρρώστια. Φοβότανε ακόμη και το όνομα. Όχι μόνο γιατί οδηγούσε στον θάνατο, αλλά γιατί ξευτέλιζε τον άνθρωπο, τον έλιωνε πρώτα και μετά τον "λυπόταν ο Θεός και τον έπαιρνε κοντά του".....
Αφού ο Θεός υπάρχει και λυπάται, γιατί δεν λυπάται πριν? πριν έλθει ο καρκίνος? γιατί αφήνει να περάσει ο άνθρωπος αυτήν όλη την δοκιμασία?
Τόσα χρόνια ακούω την μάνα μου να λέει " όρθια θέλω να πεθάνω, ξαφνικά" και δεν το καταλάβαινα, μου φαινόταν παραξενιά της, όταν όμως είδα και έζησα εσένα εκείνες τις τελευταίες μέρες, συνειδητοποίησα πόσο δίκαιο έχει η μάνα μου.
Παλληκάρι μου σου έπαιξε άσχημο παιχνίδι η μοίρα, η ζωή, ο Θεός, όλοι συνωμότησαν σε αυτό.
Χριστούγενα- Πρωτοχρονιά 2009 εισαγωγή επειγόντως στο νοσοκομείο για να μάθεις ότι έχεις καρκίνο, γιορτάσαμε την γιορτή σου και την Νέα Χρονιά στο νοσοκομείο ευχόμενοι "του χρόνου σπίτι σου",
πέρασες φριχτές στιγμές μια ολόκληρη χρονιά με ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες, το αντιμετώπισες γενναία και με χιούμορ " κάνω τζάμπα αποτρίχωση" έλεγες, "φέγγω το βράδυ".... και άλλα τέτοια. Και εμείς όλοι γύρω σου? Επαναπαυτήκαμε και συνεχίσαμε την ζωή μας άλλωστε εσένα σε φρόντιζαν οι γιατροί και τα φάρμακα.
Ντροπή μου που το λέω, δεν σκέφθηκα ότι εκτός από την φροντίδα του κορμιού, εγώ έπρεπε να φροντίσω για την ψυχή σου, για την διάθεσή σου, έπρεπε να σε βλέπω πιο συχνά, να σου κάνω παρέα τα απογεύματα και τα βράδια που ξερνούσες από το φάρμακο, εγώ όμως βολεμένη μου αρκούσε να τηλεφωνώ και να μαθαίνω νέα από την γυναίκα σου ή από τον πατέρα σου.
Και εσύ βίωνες όχι μόνο το μαρτύριο της θεραπείας αλλά και την μοναξιά.
Το άντεξες όμως, ένα ολόκληρο χρόνο ανέβηκες τον Γολγοθά σου, δεν λύγισες, δεν έκλαψες, δεν ούρλιαξες "γιατί εγώ" αυτό το τόσο εγωιστικό που λέμε όταν αισθανόμαστε ανίσχυροι.
Συγχώρεσες ακόμη και την εταιρεία σου που σε απέλυσε, συγχώρεσες και τον αδελφό λύσσσα για να ζήσεις ακόμη και τελευταία στιγμή της μέρας. Μεγαλείο ψυχής που ακόμη και τώρα κάποια απο εμάς που άφησες πίσω σου είμαστε μικροί για να το καταλάβουμε.
Και τα επόμενα Χριστούγεννα ένα χρόνο μετά, πάλι στο νοσοκομείο, δεν "έπιασε" η χημειοθεραπεία, το τέλος ήλθε, όλοι λέγαμε ανοησίες - το μακρύ και το κοντό μας, εσύ όμως ήξερες, δεν θα έβγαινες από εκεί μέσα, μόνο εμείς ελπίζαμε, εσύ όχι. Αρνήθηκες να δεις τα παιδιά σου για να μην σε δουν πως ήσουν έτσι αδυνατισμένος και λιωμένος, τις ώρες που αισθανόσουν καλά έκανες αστεία και έλεγες ανέκδοτα, τις άλλες ώρες μόνο βογκούσες.
Σε λυπήθηκε ο Θεός και λίγες μέρες μετά τ' Αγιαννιού σε πήρε κοντά του.
Όλη νύχτα οι φίλοι σου παίζανε ποντιακή λύρα δίπλα σου, αυτό ήθελες- είχες αφήσει και οδηγίες, οτι είπες έγινε, και τώρα τι?
Μια γυναίκα σκιά του εαυτού της και δύο παιδιά μόνα με σιωπηλά μάτια.
Ένας πατέρας να μονολογεί "γιατί αυτόν Θεέ μου, 41 χρονών ήταν μόνο, εμένα έπρεπε να πάρεις"
Ένας πέτρινος τάφος με την φωτογραφία την δική σου και της μάνας σου, και εκείνη τόσο νέα ήταν όταν πέθανε, αυτήν την φωτογραφία την έχω πάντα μέσα στο μυαλό μου
Γελάς περίεργα, θλιμμένα αλλά και πονηρά. Νοιώθω ότι είναι σαν να μας λες
" μάγκες καλώς ήλθατε εδώ στο σπίτι μου, εγώ ξέρω που ειμαι εσείς ξέρετε που είστε? "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου