Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

ΕΛΕΝΗ

" Ουφ!!! Πέρασε και αυτή η μέρα" μονολόγησε η Μαρία γυρνώντας ξεθεωμένη στο σπίτι.

Εκανε ζέστα έξω- πολλές ώρες όρθια- μα πόσα χιλιόμετρα έκοψε ανάμεσα απο τα φανάρια προσπαθώντας να μοιράσει τα διαφημιστικά φυλλάδια.
52 χρονών και όλη μέρα στους δρόμους κάτω απο βροχή- κρύο ή και εξουθενωτική ζέστα.
Μα τι να κάνει
Άλλη δουλειά δεν βρήκε, εδώ και 2 χρόνια όλα στέρεψαν, οι βιοτεχνίες κλείσανε ή μετακόμισαν σε άλλες χώρες, προσόντα για να βρει κατι καλύτερο δεν έχει.

"Αχ μάνα εσύ φταις" μονόγησε και πάλι- αυτό ήταν η μόνιμη επωδός της κάθε βράδυ.

Εκείνη η μάνα της που με το φτωχό μυαλό της δεν την άφησε να συνεχίσει το σχολείο.
Ηταν καλη μαθήτρια, πήγε και 1 τάξη στο γυμνάσιο αλλά αυτό ήταν όλο και όλο.
Φτωχή οικογένεια απο την επαρχία- με τα καπνά ζούσαν επτά στόματα. Νύχτα σηκώνονταν να πάνε στο "σπάσιμο" και νύχτα γυρνούσαν- ατελείωτες ώρες σκληρής δουλειάς. Πέντε παιδιά η οικογένεια και τα πέντε πήγαιναν στο χωράφι... μόνο η Ελένη ξεχώριζε απο αυτούς ήταν καλη μαθήτρια και η κα Αποστολία έλεγε στους γονείς της "αφήστε την να συνεχίσει είναι πολύ έξυπνη- τα παίρνει τα γράμματα".
Αλλά η γκρίνια απο τα αδέλφια της ήταν τρομακτική "γιατι αυτή να κάθετε στο σπίτι και να κόβει βόλτες στα σχολεία και εμεις παμε στο χωράφι"
Ε λοιπόν ναι η μάνα της φταίει, που τους άκουσε και δεν την άφησε να συνεχίσει το σχολείο.

Τα χρόνια πέρασαν η Ελένη έφθασε 25 χρονών- έμοιαζε για 35 βέβαια έτσι μαυρισμένη και καμμένη που ήταν απο τον ήλιο- είχε αρχίσει να καμπουριάζει κιόλας... που γαμπρός να την πάρει - αδύνατη σαν βλογιοκομένη. Αρχιαν τα προξενιά, ο τάδε ο δείνα... μα η Ελένη ένα προσόν ζητούσε μόνο απο τον γαμπρό. "Να μην έχει χωριό έλεγε- να είναι απο την πόλη- μπούχτισα τα καπνά θέλω να φύγω"

Και ήλθε το "σωστό" προξενιό.
Ο Ιάκωβος, μπακάλης σε γειτονιά της πόλης, δεν είχε χωριό, δεν είχε χωράφια... και όμορφος, δυό κεφάλια πιος ψηλός απο αυτήν και ομορφάντρας.
Δεν ρώτησε περισσότερα η Ελένη, μόνο τι δουλειά κάνει και αυτό της έφτανε.
Πήρε τα μάτια της και έφυγε απο το χωριό.

Νύφη πήγε στην πόλη, στο σπίτι του γαμπρού, εκεί ομως δεν τα βρήκε όπως ονειρεύονταν.
Μέσα στο σπίτ τα πεθερικά και η μικρή αδελφή του Ιάκωβου. Αλλες δυο αδελφάδες είχε ο Ιάκωβος αυτές ήταν παντρεμένες και μένανε σε άλλα σπίτια.
Δούλα στα χωράφια η Ελένη- Δούλα και στο σπίτι του Ιάκωβου να πλαίνει - να καθαρίζει και να μαγειρεύει τριών λογιών φαγητά κάθε μέρα για τα γουστα του καθενός....

Ο Ιάκωβος εργατικός, πρωί -βράδυ στο μπακάλικο (κάτω απο το σπίτι του ήταν) αλλά κάθε Σάββατο πήγαινε την είσπραξη στην μάνα του και αυτή έκανε κουμάντο.
Η Ελένη δεν μπορούσε να κουνηθεί ρούπι. Ερχονταν στιγμές που μετάνοιωνε για αυτόν τον γάμο- θυμόταν όμως τα καπνά και το "σπάσιμο" και το "βελόνιασμα" και το βούλωνε.
Αλλωστε όταν προσπαθούσε να μιλησει στον Ιάκωβο άκουγε διαρκώς ένα " μάνα μου ειναι τι θέλεις να κάνω, το μαγαζί ειναι του πατέρα μου δεν είναι δικό μου..."

Εφτασε και το πρώτο παιδάκι, εκει τα πράγματα στριμώχτηκαν ακόμη περισσότερο, ζητούσε χρήματα απο την πεθερά της την τρομερή Σμαρώ πόντια νταρντανογυναίκα που έκανε κουμάντο ακόμη και τον άντρα της για να πάρει μία κρέμα του μωρού.
" εμείς δεν ταίζαμε κρέμες τα μωρά μας- τα μαγειρεύαμε της έλεγε" και δώστου να βράζει πατάτες η Ελένη και να τις λοιώνει με το κουτάλι για να κάνει μία κρέμα...

Πρήστηκαν τα μάτια της στο κλάμα, έβγαλε πτερύγιο λέει και πρεπει να κάνει εγχείρηση, αλλά η Σμαρώ ανένδοτη. "εχω κόρη για παντριά τώρα- δεν έχω λεφτά για ομορφάδες"...
Δυό χρόνια ταλαιπωρήθηκε η Ελένη, μέχρι που κόντεψε να τυφλωθεί και στο τέλος ο πατέρας της πούλησε ένα χωραφάκι και της έδωσε τα λεφτά να κάνει την εγχείρηση.

Ηλθε και το δεύτερο παιδί- εκεί τα βάσανα μεγαλύτερα. Δεν είχε γάλα η Ελένη να το βυζάξει... που να το βρει άλλωστε, ήταν πιο αδύνατη απο ποτέ, με μάτια μόνιμα πρησμένα από το κλάμα και με τρελλή ψυχολογία.

Έφθασε ένα απόγευμα που πήρε τον μικρό μέσα στο καρότσι να τον κάνει μία βόλτα στην γειτονιά, πήγε στην σιδερένια γέφυρα που είχε πάνω απο τις γραμμές τους τραίνου και εκει της ήλθε η ιδέα να βουτήξει κάτω μαζί με το καρότσι. Εγειρε το καρότσι- έγειρε και αυτή.
Μια γριά την άρπαξε απο το μπράτσο και της φώναξε " τι πας να κάνεις μωρή τρελλή?"
" τι να κάνω αν δεν έχω ουτε γάλα να ταίσω το παιδί μου..." απάντησε ουρλιάζοντας η Ελένη.
Ηλθε όμως στα συγκαλά της και τα μάζεψε και γύρισε σπίτι.

Πέρασε πολλά, ιστορίες για να τις κάνεις ταινία, αλλά έσφιξε τα δόντια και συνέχισε να ζει άλλωστε είχε δυό παιδιά και όφειλε να τα μεγαλώσει. Κάθε βράδυ πριν τους σβήσει το φως στο δωμάτιο τους έλεγε "να μάθετε γράμματα- να μην γίνετε ντουβάρι σαν εμένα- να βγάζετε πολλά λεφτά και να μην έχετε ανάγκη κανέναν"

Την λυπήθηκε ο θεός,
η μικρή αδελφή του Ιάκωβου παντρεύτηκε και έφυγε απο το σπίτι,
την λυπήθηκε ο θεός
η τρομερή Σμαρώ και ο άντρας της που δεν έβγαζε μιλιά πέθαναν
την λύπήθηκε ο θεός
τα παιδιά της Ελένης ήταν διαμάντια, καλοί μαθητές και σωστά παιδιά.

Μείναν μόνοι οι τέσσερις του, μια οικογένεια πια- δεμένοι και άντε να ξεκινήσουμε απο την αρχή να φτιάξουμε ένα καλό σπιτικό είπε η Ελένη.
Αλλά δεν υπολόγισε την τελευταία λέξη της Σμαρώς. Την διαθήκη.
Το μπακάλικο που δούλευε ο Ιάκωβος όλα αυτά τα χρόνια το άφησαν στην μικρή αδελφή!!!

Νέος κύκλος φτώχιας. Ξαφνικά ο Ιάκωβος απο μπακάλης βρέθηκε άνεργος, η αδελφή του βλέπεις ήθελε να πουλήσει το μαγαζί για να αγοράσει μεγαλύτερο σπίτι και ο Ιάκωβος δεν είχε μία για να το αγοράσει. Κανείς δεν τον λυπήθηκε. Τρεις αδελφάδες πάντρεψε με την δουλειά του μέσα στο μπακάλικο και οι τρεις τον ξέχασαν....

Αρχισε να πίνει, να πηγαίνει στο καφενείο και να ξεχνιέται.
Τον μάζευε η Ελένη τα μεσάνυχτα απο τις γειτονιές. Τι να κάνει... Αρχισε να κεντάει προικιά στο χέρι για να βγάλει δυό φράγκα, μετά έμαθε και την ραπτομηχανή μετά και τον κοπτοράπτη και έφτασε να τρέχει στις βιοτεχνίες με τις ώρες.
Ευτυχώς ειχε καλά παιδιά. Ηταν καλοί μαθητές. Αυτό της έδινε κουριάγιο.

Εφυγε απο την ζωή ο Ιάκωβος, μεθυσμένος ένα βράδυ έπεσε απο την σκάλα και έμενε στον τόπο... ευτυχώς εκει βοήθησαν οι αδελφάδες του και πλήρωσαν κατι τις για την κηδεία του.

Εμεινε η Ελένη μόνη με τα παιδιά- με μία πενιχρή σύνταξη- αχ Ιάκωβε τόσα χρόνια δούλευες και δεν πλήρωνες πολλά στο ΤΕΒΕ και έτσι τώρα να τα κουμάντια μας έλεγε η Ελένη...
Τώρα πάνε και οι βιοτεχνίες και τα μισά ένσημα που κολούσε η Ελένη, τώρα ήλθε το ξεποδάριασμα στα φανάρια για να μοιράσει τα διαφημιστικά, 3 ευρώ την ώρα της δίνανε και έπρεπε να μοιράσει τόνους ολόκληρους απο χαρτιά, όμορφα γυαλιστερά χαρτιά με τηλεοράσεις και έπιπλα...

Αλλά έχει καλά παιδιά η Ελένη.
Και τα δυο ειναι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο. Το όνειρό της εκπληρώθηκε. Θα μάθουν γράμματα- θα γίνουν άνθρωποι- δεν θα είναι ντουβάρια σαν και αυτήν....
Λεφτά δεν της ζητάνε, κάνουν ιδιαίτερα σε παιδάκια και βγάζουν το χαρτζηλίκι τους,
Εχει να λέει η Ελένη για τα παιδιά της - τα καμάρια της,
την αγαπάνε και την τιμάνε σαν μάνα.

Ακόμη και τώρα, κάθε βράδυ πριν παέι να κοιμηθεί αν ειναι ο Πετρος στο σπίτι, πάει τον αγκαλιάζει βουρκωμένη και του λέει "σ' αγαπάω καμάρι μου " δεν μπορεί να βγάλει απο μέσα της εκείνο το απελπισμένο απόγευμα στο γεφυράκι.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: