Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Πόσο έχουμε αλλάξει στην πορεία του χρόνου.



Όταν ζούσε ο πατέρας μου, για πάει σε ένα χωραφάκι που μετά έγινε αγροτεμάχιο και σε λίγο θα γίνει οικόπεδο (αυτή είναι η «λογική» εξέλιξη στην Ελλάδα) στην Επανωμή, επειδή δεν είχε αυτοκίνητο έπρεπε να πάρει 3 λεωφορεία και στο τέλος να περπατήσει περίπου μισή ώρα με τα πόδια «δεν έφθανε η συγκοινωνία μέχρι εκεί» έτσι έλεγε.
Κάποιες από τις φορές που περπατούσε εκείνον τον μισάωρο δρόμο και ήταν και ανηφορικός στο μεγαλύτερο κομμάτι του, κάποιοι περαστικοί με τα αυτοκίνητά τους σταματούσαν και τον έπαιρναν, όχι ότι έκανε οτοστόπ ο πατέρας μου, απλά εκείνοι οι ευγενικοί άνθρωποι τον λυπότανε να περπατάει και τον παίρνανε στο αυτοκίνητό τους.

Κάποιοι τον ήξεραν, κάποιοι όχι, απλά το ένοιωθαν σαν να βοηθούσαν  κάποιον που το είχε ανάγκη.
Θυμάμαι ένα σωρό ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας μου, γνωριζότανε με αυτούς τους ανθρώπους έστω και σε αυτήν την σύντομη διαδρομή, ανταλλάσανε εκτός από χαιρετισμούς και κάποια βασικά στοιχεία γνωριμίας τι δουλειά κάνεις, πως από δω, τι οικογένεια έχεις κλπ.


Ένας από αυτούς τους οδηγούς ήταν και ο Καραγκιόζης, επώνυμο είναι αυτό, οι παλιοί θα το θυμηθούν, ήταν ένα φεγγάρι βουλευτής δεν ξέρω ποιού κόμματος στην Θεσσαλονίκη, μία μεγάλη έκταση ορθοπεδική του ανήκε εξ’ ού και η παραλία εκεί κοντά λέγεται Κτήμα Καραγκιόζη.
Αυτός λοιπόν δεν ήταν ποτέ μόνος στο αυτοκίνητό του, όποιον έβλεπε στον δρόμο σταματούσε να τον πάρει και να τον πάει μέχρι «την πόρτα του» ακόμη και όταν οι δρόμοι τους δεν ταίριαζαν απολύτως, έκανε μία παράκαμψη έτσι για να βοηθήσει.

Αργότερα όταν μεγάλωσα και αγόρασα αυτοκίνητο πηγαινο-έφερνα τον πατέρα μου στην Επανωμή και πάντοτε στον ανηφορικό εκείνο δρόμο, παρόλο που άρχισε «περνάει η συγκοινωνία» σταματούσαμε πάντοτε να παίρνουμε αυτούς που περπατούσαν γιατί το λεωφορείο ήταν κάθε μία ώρα.  «Σταμάτα να πάρεις αυτόν, σταμάτα να πάρεις εκείνον»  έλεγε συνέχεια ο πατέρας μου και το έκαμνα γιατί πάντοτε θυμόμουν τις ιστορίες που μου έλεγε για τους οδηγούς που τον βοηθούσαν παλιά.

Ο πατέρας μου έφυγε από την ζωή, εξακολούθησα να πηγαίνω στην Επανωμή, και πάντοτε εκεί στην ανηφόρα σταματούσα να πάρω όλους τους ηλικιωμένους που περπατούσαν (μόνο ηλικιωμένοι περπατούσαν, οι νέοι έχουν όλοι αυτοκίνητο), και απαντούσα και στις ερωτήσεις τους «εσύ που μένεις? τίνος παιδί είσαι?» κάποιοι θυμόταν τον πατέρα μου, κάποιοι όχι…

Οι καιροί όμως άλλαξαν ή εγώ άλλαξα μόνον?
Στην Επανωμή εξακολουθώ να πηγαίνω, αλλά δεν σταματώ να πάρω κανέναν παρά μόνο αν τον ξέρω, αν είναι γείτονας, γνωστός, όλους τους άλλους φοβάμαι είτε είναι ηλικιωμένοι είτε είναι μεσήλικες…

Σήμερα το πρωί, οδηγώντας για το γραφείο, σταματημένη στο φανάρι, δίπλα η στάση λεωφορείου ένας παππούς, καλοστεκούμενος και καλοντυμένος, κρατώντας έναν κίτρινο φάκελο, σκύβει στο παράθυρο του συνοδηγού και μου λέει «έχασα το λεωφορείο και βιάζομαι να πάω ΙΚΑ εδώ πιο κάτω, σε βολεύει να με πας?»
Ναι του είπα χωρίς να το σκεφθώ.

Ήταν μια αυθόρμητη απάντηση από μια παλιά συνήθεια που δεν την ξέχασα?
Ήταν το γεγονός ότι ήταν μεγάλος στην ηλικία και τον λυπήθηκα?
Ήταν η εμφάνισή του που ενέπνεε εμπιστοσύνη και όχι φόβο?

Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που οδήγησε να τον βάλω μέσα στο αυτοκίνητο και να τον πάω στο ΙΚΑ (που δεν ήταν ακριβώς στον δρόμο μου), ένοιωσα όμως ικανοποίηση όταν μου είπε στο τέλος της μικρής διαδρομής «Ευχαριστώ πολύ κοπέλα μου»

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές ακόμη δεν έχω καταλήξει γιατί το έκανα, μπροστά μου έρχεται εκ των υστέρων ο φόβος ότι θα μπορούσα να πάθω κάτι, ότι αυτός δεν θα ήταν ένας καλοκάγαθος παππούς αλλά ένας αλήτης, ένας …., ένας …..  και πολύ αμφιβάλλω αν θα το ξανακάνω.
Ντροπή μου? ή φύλαγε τα ρούχα σου?



Δεν υπάρχουν σχόλια: